κατοπτικὸς

κατοπτικὸς
κατοπτικὸς νόμος law
A concerning the

κατόπτης 11.2

, IG7.3073.88 (Lebad.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατοπτικός — κατοπτικός, ή, όν (Α) [κατόπτης] φρ. «κατοπτικός νόμος» ο νόμος που ανήκει ή αναφέρεται στον κατόπτη, τον βοιωτικό έφορο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”